- ησυχώ
- (Α ἡσυχῶ, -άω) [ήσυχος]νεοελλ.ηρεμώ, γαληνεύω («ο γιαλός... πάλιν ησυχά τη μάχη του την τόση», Τζάν.)αρχ.μόνο η μτχ. ἡσυχόωσα, ως γλώσσα στη μτχ. γαληνιόωσα, σε σχόλ. τού Οππ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡσύχῳ — ἥσυχος quiet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσύχωι — ἡσύχῳ , ἥσυχος quiet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώστε — ὥστε, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὧτε Α 1. (στην αρχή λόγου ή πρότασης για να δηλώσει συμπέρασμα) λοιπόν, επομένως, συνεπώς (α. «ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα» β. «ὥστ ... ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ», Σοφ.) 2. (ως συμπερ. σύνδ. για να δηλώσει αποτέλεσμα) για… … Dictionary of Greek